- δοντιάζω
- [δόντι]1. (αμτβ.) (για παιδιά) βγάζω δόντια, φυτρώνουν δόντια2. αποκτώ οδοντωτές εσοχές και εξοχές («δόντιασε το μαχαίρι και δεν κόβει»)3. πιάνω με τα δόντια («ο σκύλος δόντιασε το κρέας»)4. συνδέω με οδοντώματα*, με τρόπο ώστε τα προεξέχοντα μέρη τού ενός τμήματος να προσαρμόζονται στις αντίστοιχες εσοχές τού άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.